- χοντρομπακάλης
- ο оптовый торговец бакалейными товарами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντρομπακάλης — ο, Ν αυτός που έχει μεγάλο μπακάλικο στο οποίο κάνει και χονδρική πώληση … Dictionary of Greek
χοντρομπακάλης — ο χοντρέμπορος, μεγαλομπακάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)